- υποδηματοκαθαριστήριο
- το, Νκατάστημα καθαρισμού και βαφής υποδημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < υποδηματοκαθαριστής + κατάλ. -τήριο*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποδηματοκαθαριστής — ο, Ν 1. ο εργαζόμενος σε υποδηματοκαθαριστήριο 2. στιλβωτής υποδημάτων, λούστρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδημα, υποδήματος + καθαριστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek